ακόνιτο

ακόνιτο
(aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2 μ. και σαρκώδη ρίζα που μοιάζει με κοκκινογούλι. Τα φύλλα τους είναι παλαμοειδή ή παλαμοσχιδή και τα άνθη τους κίτρινα ή γαλάζια και σπανιότερα λευκά. Ένα από τα φύλλα του περιανθίου μεταμορφώνεται και παίρνει το σχήμα κράνους ή περικεφαλαίας. Όλα τα είδη του γένους αυτού είναι επικίνδυνα, γιατί στα φύλλα, στους βλαστούς, στα άνθη και κυρίως στις ρίζες περιέχονται δηλητηριώδεις ουσίες. Οι τοξικές ουσίες και τα αλκαλοειδή που περιέχουν χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων εναντίον πολλών παθήσεων, όπως οι φλογώσεις των πνευμόνων, η στηθάγχη, οι ασθματικές κρίσεις και οι ρευματισμοί. Το είδος που συναντάται στην Ελλάδα, σε δάση των υποαλπικών περιοχών της Μακεδονίας είναι το α. το ρανουνκουλόφυλλο. Έχει παλαμοσχιδή φύλλα, με χνούδι στην κάτω επιφάνεια, και κίτρινα άνθη. Από τα άλλα είδη το σπουδαιότερο είναι το α. το νάπελο, πολυετές, ποώδες φυτό, με παχιά ρίζα, απλό ή διακλαδισμένο βλαστό, παλαμοσχιδή φύλλα και μπλε, μοβ ή λευκά άνθη. Καλλιεργείται κυρίως για την παραγωγή ακονιτίνης και άλλων αλκαλοειδών. Με τη συνεχή καλλιέργεια σε εύφορα εδάφη χάνει τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Γι’ αυτό η καλλιέργεια πρέπει να ανανεώνεται με σπέρμα τα αυτοφυών ατόμων. Στους αρχαίους χρόνους πιθανώς να το χρησιμοποιούσαν όπως το κώνειο, για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο. Αναφέρεται ότι οι Γαλάτες και οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τον χυμό του φυτού για να εμβαπτίζουν τα βέλη και τα ξίφη τους, ώστε να είναι δηλητηριώδη. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, το φυτό αυτό θεωρείται προϊόν του αφρού που βγήκε από το στόμα του Κέρβερου, όταν τον συνέλαβε ο Ηρακλής. Λέγεται ότι η Μήδειατο χρησιμοποιούσε για να παρασκευάζει τα δηλητηριώδη φίλτρα της. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είδος του γένους είναι το α. το θηριώδες, το πιο δηλητηριώδες απ’ όλα. Εκτός από την ακονιτίνη περιέχει και άλλες, τοξικότερες ουσίες.
* * *
το (AM ἀκόνιτον)
δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, «στριγγλοβότανο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. ἀκονιτί, το οποίο κυριολ. σημαίνει «χωρίς σκόνη» και κατ' επέκταση «χωρίς κόπο ή προσπάθεια, χωρίς πάλη». Επομένως ἀκόνιτον είναι το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η σύνδεση αυτή οφείλεται μάλλον στην ακαριαία θανατηφόρα επίδραση του φυτού.
ΠΑΡ. ακονιτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακόνιτο — το φυτό δηλητηριώδες που περιέχει την ακονιτίνη πολύ δυνατό δηλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακονιτικός — ή, ό (Α ἀκονιτικός, ή, όν) [ἀκόνιτον] ο παρασκευασμένος από ακόνιτο …   Dictionary of Greek

  • κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κυνοκτόνος — κυνοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει σκύλους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον το φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… …   Dictionary of Greek

  • μυηφόνον — μυηφόνον, τὸ (Α) το φυτό ακόνιτο …   Dictionary of Greek

  • παρδαλιαγχές — και ιων. τ. πορδαλιαγχές, τὸ, Α το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, απαγχονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… …   Dictionary of Greek

  • στριγγλοβότανο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ακόνιτο, αλλ. στριγγλόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα + βότανο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”